Οἰνοῦσαι
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Οἰνοῦσαι < συνηρημένη μορφή του οἰνόεσσαι (οινοπαραγωγικές), θηλυκό του οἰνόεις στον πληθυντικό < οἶνος
Κύριο όνομα επεξεργασία
Οἰνοῦσαι θηλυκό πληθυντικός
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Οινούσσες στη Βικιπαίδεια
Πηγές επεξεργασία
- Οἰνοῦσαι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.