Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική αἱ Οἰνοῦσαι
      γενική τῶν Οἰνουσῶν
      δοτική ταῖς Οἰνούσαις
    αιτιατική τὰς Οἰνούσᾱς
     κλητική ! Οἰνοῦσαι
1η κλίση, ομάδα 'γλῶσσα', Κατηγορία 'γλῶσσα' όπως «γλῶσσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Οἰνοῦσαι < συνηρημένη μορφή του οἰνόεσσαι (οινοπαραγωγικές), θηλυκό του οἰνόεις στον πληθυντικό < οἶνος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Οἰνοῦσαι θηλυκό πληθυντικός

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία