Ξυπεταιών
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Ξυπεταιών | οἱ | Ξυπεταιόνες |
γενική | τοῦ | Ξυπεταιόνος | τῶν | Ξυπεταιόνων |
δοτική | τῷ | Ξυπεταιόνῐ | τοῖς | Ξυπεταιόσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸν | Ξυπεταιόνᾰ | τοὺς | Ξυπεταιόνᾰς |
κλητική ὦ! | Ξυπεταιών | Ξυπεταιόνες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ξυπεταιόνε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Ξυπεταιόνοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'κανών' όπως «κανών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Ξυπεταιών < Ξυπέτη + • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό επεξεργασία
Ξυπεταιών, -όνος αρσενικό (σπανιότερα -ῶνος)
- (πατριδωνυμικό) ο δημότης της Ξυπέτης
Άλλες μορφές επεξεργασία
μεγαγενέστερες:
Πηγές επεξεργασία
- Ξυπεταιών - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- Ξυπεταιών - Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français (Το Μεγάλο Μπαγί: Λεξικό [αρχαίας] ελληνικής-γαλλικής), Παρίσι: Hachette.