Νικαιώτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ni.ceˈo.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Νι‐και‐ώ‐της
Ουσιαστικό επεξεργασία
Νικαιώτης αρσενικό (θηλυκό Νικαιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) άτομο που κατοικεί ή κατάγεται από οικισμό με το όνομα Νίκαια
- (αθλητισμός) αθλητής που αγωνίζεται στην ομάδα του Ιωνικού Νίκαιας
- ※ «Νικαιώτης» ο Ευαγγελάτος (Παναγιώτης Μαυρούτσος, *, sport-fm.gr, 15 Δεκεμβρίου 2009)
Συγγενικά επεξεργασία
- νικαιώτικος
- → και δείτε τη λέξη Νίκαια
Μεταφράσεις επεξεργασία
Νικαιώτης
|