Δείτε επίσης: νάννος, Νάνος, νάνος, νᾶνος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Νάννος οι Νάννοι
      γενική του Νάννου των Νάννων
    αιτιατική τον Νάννο τους Νάννους
     κλητική Νάννο Νάννοι
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Δημητράκος (κλίση: υπνάκος)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Νάννος < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈna.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Νάν‐νος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Νάννος αρσενικό (θηλυκό Νάννου)

Μεταγραφές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Νάννος οἱ Νάννοι
      γενική τοῦ Νάννου τῶν Νάννων
      δοτική τῷ Νάνν τοῖς Νάννοις
    αιτιατική τὸν Νάννον τοὺς Νάννους
     κλητική ! Νάννε Νάννοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Νάννω
γεν-δοτ τοῖν  Νάννοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Νάννος < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Νάννος, -ου αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία