Μυρτέζα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Μυρτέζα | οι | Μυρτέζες |
γενική | της | Μυρτέζας | — | |
αιτιατική | τη | Μυρτέζα | τις | Μυρτέζες |
κλητική | Μυρτέζα | Μυρτέζες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Μυρτέζα < αρβανίτικη [1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /miɾˈte.za/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μυρ‐τέ‐ζα
Κύριο όνομα επεξεργασία
Μυρτέζα θηλυκό