Μπρεσανόνε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Μπρεσανόνε < ιταλική Bressanone
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /bɾe.saˈno.ne/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μπρε‐σα‐νό‐νε
Μεταγραφή επεξεργασία
Μπρεσανόνε θηλυκό άκλιτο
Μπρεσανόνε θηλυκό άκλιτο