Μπρεμερχάφεν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Μπρεμερχάφεν < γερμανική Bremerhaven
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /bɾe.meɾˈxa.fen/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μπρε‐μερ‐χά‐φεν
Μεταγραφή επεξεργασία
Μπρεμερχάφεν ουδέτερο άκλιτο
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Μπρεμερχάφεν