Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική το Μπραχάμι
      γενική του Μπραχαμιού
Μπραχαμίου
    αιτιατική το Μπραχάμι
     κλητική Μπραχάμι
Η κατάληξη -ιού προφέρεται με συνίζηση.
Ο δεύτερος τύπος της γενικής, λόγιος, παλιότερος.
Κατηγορία όπως «καράτι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Μπραχάμι < (άμεσο δάνειο) τουρκική Braham (paşa) + [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /bɾaˈxa.mi/
 
τυπογραφικός συλλαβισμός: Μπρα‐χά‐μι

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Μπραχάμι ουδέτερο, μόνο στον ενικό (καθαρεύουσα: Μπραχάμιον)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. βλ. Κώστας Η. Μπίρης, Τοπωνυμικά των Αθηνών, εκδ. Έκδοσις, 1945, σελ. 255