Μπούφαλο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Μπούφαλο | ||
γενική | του | Μπούφαλου | ||
αιτιατική | το | Μπούφαλο | ||
κλητική | Μπούφαλο | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Μπούφαλο < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈbu.fa.lo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μπού‐φα‐λο
Κύριο όνομα επεξεργασία
Μπούφαλο ουδέτερο, μόνο στον ενικό