Μπούκουρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Μπούκουρα < γενική ενικού του αρσενικού Μπούκουρας
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈbu.ku.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μπού‐κου‐ρα
Κύριο όνομα επεξεργασία
Μπούκουρα θηλυκό άκλιτο
- γυναικείο επώνυμο, θηλυκό του Μπούκουρας
Μεταγραφές επεξεργασία
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος επεξεργασία
Μπούκουρα αρσενικό
- γενική, αιτιατική και κλητική ενικού του Μπούκουρας