Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Μπεσχένι τα Μπεσχένια
      γενική του Μπεσχενιού
Μπεσχενίου
των Μπεσχενιών
Μπεσχενίων
    αιτιατική το Μπεσχένι τα Μπεσχένια
     κλητική Μπεσχένι Μπεσχένια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Οι δεύτεροι τύποι της γενικής, λόγιοι, παλιότεροι.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «καράτι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Μπεσχένι < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /beˈsçe.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Μπε‐σχέ‐νι
ομόηχο: Μπεσχένη

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Μπεσχένι ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. ΦΕΚ 251 Α, 24 Ιουλίου 1930