Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
Δορυφορική φωτογραφία του Μπαϊκονούρ

  Ετυμολογία επεξεργασία

Μπαϊκονούρ < ρωσική Байконур (Bajkonur)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /bai.koˈnuɾ/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Μπαϊ‐κο‐νούρ

  Μεταγραφή επεξεργασία

Μπαϊκονούρ ουδέτερο άκλιτο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία