Μουσουνίτσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Μουσουνίτσα | οι | Μουσουνίτσες |
γενική | της | Μουσουνίτσας | — | |
αιτιατική | τη | Μουσουνίτσα | τις | Μουσουνίτσες |
κλητική | Μουσουνίτσα | Μουσουνίτσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Μουσουνίτσα < σλαβικής προέλευσης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /mu.suˈni.t͡sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μου‐σου‐νί‐τσα
Κύριο όνομα επεξεργασία
Μουσουνίτσα θηλυκό
- χωριό της Φωκίδας
- (παρωχημένο) Άνω: χωριό της Φωκίδας, πρώην ονομασία του χωριού Αθανάσιος Διάκος[1]