Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Μινώταυρος οι Μινώταυροι
      γενική του Μινώταυρου των Μινώταυρων
    αιτιατική τον Μινώταυρο τους Μινώταυρους
     κλητική Μινώταυρε Μινώταυροι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Μινώταυρος < αρχαία ελληνική Μινώταυρος < Μίνως + ταῦρος
 
άγαλμα του Μινώταυρου

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Μινώταυρος αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία