Δείτε επίσης: μετεωρίτισσα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Μετεωρίτισσα οι Μετεωρίτισσες
      γενική της Μετεωρίτισσας των Μετεωριτισσών
    αιτιατική τη Μετεωρίτισσα τις Μετεωρίτισσες
     κλητική Μετεωρίτισσα Μετεωρίτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Μετεωρίτισσα < Μετεωρίτης + κατάληξη θηλυκού -ισσα < Μετέωρα + -ίτης

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Μετεωρίτισσα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Μετεωρίτης