Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Μεσαγρός οι Μεσαγροί
      γενική του Μεσαγρού των Μεσαγρών
    αιτιατική τον Μεσαγρό τους Μεσαγρούς
     κλητική Μεσαγρέ Μεσαγροί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Μεσαγρός < μεσ- (μέσο) + αγρός (κυριολεκτικά στο μέσο του αγρού) [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /me.saˈɣɾos/

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Μεσαγρός αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. σελ.8 (426) - Αντώνιος Μηλιαράκης (1893) Μεσσαριά: Ιστορικαί έρευναι περί του ονόματος τούτου ως γεωγραφικού. Αθήνησιν: Εκ του Τυπογραφείου των Αδελφών Περρή, 1893. @anemi & στο Bulletin de la Société historique et ethnologique de la Grèce, 1892, τόμος 4, σελ. 426