Μαύρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Μαύρος < μαύρος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈma.vɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μαύ‐ρος
Κύριο όνομα επεξεργασία
Μαύρος
- ανδρικό επώνυμο (θηλυκό Μαύρου)
- ο άνθρωπος με πολύ σκούρο δέρμα ή που ανήκει στη λεγόμενη (σύμφωνα με όσους ακολουθούν τη φυλετική διάκριση των ανθρώπων) «μαύρη φυλή» (θηλυκό Μαύρη)
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Γεώργιος Μαύρος στη Βικιπαίδεια (1909-1995), πολιτικός
- Θωμάς Μαύρος στη Βικιπαίδεια (γεν. 1954), παλαίμαχος ποδοσφαιριστής