Μίθρας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Μίθρας | οι | Μίθρες |
γενική | του | Μίθρα | των | Μιθρών |
αιτιατική | τον | Μίθρα | τους | Μίθρες |
κλητική | Μίθρα | Μίθρες | ||
Στον πληθυντικό, μόνο μεταφορικά. | ||||
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Μίθρας < αρχαία ελληνική Μίθρας < πρωτοϊρανική *Miθra
- ※ «Το όνομά του κατάγεται από την ινδο–ευρωπαϊκή ρίζα που έδωσε στην ελληνική τη λέξη μέσος, στη λατινική τη λέξη medius, κλπ. Μπορεί να ονομάσθηκε έτσι ή από τον καιρό που ήταν μόνο θεός του λυκόφωτος, το οποίο μεσολαβεί ανάμεσα στο σκοτάδι και στο φως, ή αργότερα, όταν έγινε θεός των συνθηκών (στην αρχαία ινδική το όνομά του σημαίνει «συνθήκη» και «φίλος»).»
- Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος ϛʹ, Ελληνισμός και Ρώμη, 30 π.Χ.-324 μ.Χ, σελ. 499
Κύριο όνομα επεξεργασία
Μίθρας αρσενικό