Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οι Λογγιές
      γενική των Λογγιών
    αιτιατική τις Λογγιές
     κλητική Λογγιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Λογγιές < λόγγος + -ιές[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /loŋˈɟes/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Λογ‐γιές

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Λογγιές θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Γιώργος Ζαροδήμος, Τα Οικωνύμια του Δήμου Αγράφων, Αθήνα 2021