Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ληβώτης οἱ Ληβῶται
      γενική τοῦ Ληβώτου τῶν Ληβωτῶν
      δοτική τῷ Ληβώτ τοῖς Ληβώταις
    αιτιατική τὸν Ληβώτην τοὺς Ληβώτᾱς
     κλητική ! Ληβῶτ Ληβῶται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ληβώτ
γεν-δοτ τοῖν  Ληβώταιν
Συνήθως στον ενικό.
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ληβώτης < + -ώτης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ληβώτης αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία