Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Λασά < (άμεσο δάνειο) εβραϊκή לָשַׁע (λε-σσά)

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Λασά θηλυκό

  • βιβλική τοποθεσία η οποία αναφέρεται μόνο μια φορά, στο βιβλίο της Γενέσεως, 10.19, στην Παλαιά Διαθήκη, ως όριο της επικράτειας των Χαναναίων. Θεωρείται ότι η Λασά είναι η Καλλιρρόη, μια γνωστή περιοχή για τα θερμά νερά της στην ανατολική όχθη της Νεκράς Θάλασσας.

Άλλες μορφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία