Δείτε επίσης: λαδικού

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /la.ðiˈku/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Λα‐δι‐κού

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Λαδικού οι Λαδικούδες
      γενική της Λαδικούς των Λαδικούδων
    αιτιατική τη Λαδικού τις Λαδικούδες
     κλητική Λαδικού Λαδικούδες
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Λαδικού < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Λαδικού θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

Λαδικού < γενική ενικού του αρσενικού Λαδικός

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Λαδικού θηλυκό άκλιτο

Μεταγραφές επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος επεξεργασία

Λαδικού αρσενικό