Κόπρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Κόπρος | ||
γενική | του | Κόπρου | ||
αιτιατική | τον | Κόπρο | ||
κλητική | Κόπρε | |||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Κόπρος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Κόπρος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈko.pɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κό‐προς
Κύριο όνομα επεξεργασία
Κόπρος αρσενικό
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Κόπρος | ||
γενική | τοῦ | Κόπρου | ||
δοτική | τῷ | Κόπρῳ | ||
αιτιατική | τὸν | Κόπρον | ||
κλητική ὦ! | Κόπρε | |||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Κόπρος αρσενικό
Συγγενικά επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Διονύσιος Σουρμελής, Αττικά: ή περί δήμων Αττικής εν οις και περί τινων μερών του Άστεως, (Εν Αθήναις: Τύποις Αλεξάνδρου Κ. Γκαρπολά, 1854), σελ. 63