Κυκλαδίτισσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Κυκλαδίτισσα < Κυκλαδίτης + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Κύριο όνομα επεξεργασία
Κυκλαδίτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Κυκλαδίτης
Μεταφράσεις επεξεργασία
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Κυκλαδίτης
Κυκλαδίτισσα
|