Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Κραβασαράς οι Κραβασαράδες
      γενική του Κραβασαρά των Κραβασαράδων
    αιτιατική τον Κραβασαρά τους Κραβασαράδες
     κλητική Κραβασαρά Κραβασαράδες
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Κραβασαράς < αρβανίτικη Kravasarë[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kɾa.va.saˈɾas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κρα‐βα‐σα‐ράς

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κραβασαράς αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Bellusci, Antonio (1994). Ricerche e studi tra gli arberori dell'ellade. Centro ricerche socio-culturali G. Castriota. σελ. 34. 
  2. https://www.eetaa.gr/eetaa/metaboles/fek/1953/fek_195a_1953.pdf ΦΕΚ 195 Α], 31 Ιουλίου 1953