↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Κουρβίνο τα Κουρβίνα
      γενική του Κουρβίνου των Κουρβίνων
    αιτιατική το Κουρβίνο τα Κουρβίνα
     κλητική Κουρβίνο Κουρβίνα
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Κουρβίνο < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kuɾˈvi.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κουρ‐βί‐νο

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Κουρβίνο ουδέτερο

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. ΦΕΚ Α 188 19 Αυγούστου 1954 (λήψη αρχείου PDF)