Κοσμοθέα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Κοσμοθέα | οι | Κοσμοθέες |
γενική | της | Κοσμοθέας | — | |
αιτιατική | την | Κοσμοθέα | τις | Κοσμοθέες |
κλητική | Κοσμοθέα | Κοσμοθέες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ko.zmoˈθe.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κο‐σμο‐θέ‐α
Κύριο όνομα επεξεργασία
Κοσμοθέα θηλυκό