Δείτε επίσης: κολοσσιαίο

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Κολοσσαίο τα Κολοσσαία
      γενική του Κολοσσαίου των Κολοσσαίων
    αιτιατική το Κολοσσαίο τα Κολοσσαία
     κλητική Κολοσσαίο Κολοσσαία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Κολοσσαίο < υστερολατινική Colosseum < λατινική colosseum < colosseus < colossus < αρχαία ελληνική κολοσσός (αντιδάνειο)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ko.loˈse.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κο‐λοσ‐σαί‐ο

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κολοσσαίο ουδέτερο

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία