Κολοσηνός
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Κολοσηνός < Κολοσσαί
Ουσιαστικό επεξεργασία
Κολοσηνός, αρσενικό
- ο γεννημένος στις Κολλοσές (σταις Κολοσσαίς), ο Κολοσσαεύς (σύμφωνα με την επιστολή του Αποστόλου Παύλου προς Κολοσσαείς