Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Κολλοσές < Κολοσσαί

  Ουσιαστικό επεξεργασία

Κολλοσές θηλυκό, πληθυντικός

  Μεταφράσεις επεξεργασία