Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Κλεόνικος οἱ Κλεόνικοι
      γενική τοῦ Κλεονίκου τῶν Κλεονίκων
      δοτική τῷ Κλεονίκ τοῖς Κλεονίκοις
    αιτιατική τὸν Κλεόνικον τοὺς Κλεονίκους
     κλητική ! Κλεόνικε Κλεόνικοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Κλεονίκω
γεν-δοτ τοῖν  Κλεονίκοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Κλεόνικος < κλεό- + -νικος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κλεόνικος αρσενικό (θηλυκό Κλεονίκη)

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία