Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Κλεόβουλος οι Κλεόβουλοι
      γενική του Κλεόβουλου
Κλεοβούλου
των Κλεόβουλων
Κλεοβούλων
    αιτιατική τον Κλεόβουλο τους Κλεόβουλους
Κλεοβούλους
     κλητική Κλεόβουλε Κλεόβουλοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Μάντζαρος - κλίση: Αντρέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Κλεόβουλος < αρχαία ελληνική Κλεόβουλος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kleˈo.vu.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κλε‐ό‐βου‐λος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κλεόβουλος αρσενικό

  1. αρχαίο ανδρικό όνομα
  2. ανδρικό επώνυμο (θηλυκό Κλεοβούλου)

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Κλεόβουλος οἱ Κλεόβουλοι
      γενική τοῦ Κλεοβούλου τῶν Κλεοβούλων
      δοτική τῷ Κλεοβούλ τοῖς Κλεοβούλοις
    αιτιατική τὸν Κλεόβουλον τοὺς Κλεοβούλους
     κλητική ! Κλεόβουλε Κλεόβουλοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Κλεοβούλω
γεν-δοτ τοῖν  Κλεοβούλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Κλεόβουλος, ήδη ομηρικό < κλεό- + -βουλος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kle.ó.buː.los/ (5ος αιώνας πκε) [1]
ΔΦΑ : /kleˈo.bu.los/ (1ος αιώνας κε, αλεξανδρινή κοινή)
ΔΦΑ : /kleˈo.βu.los/ (4ος αιώνας κε, όψιμη ελληνιστική κοινή )

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κλεόβουλος αρσενικό (θηλυκό Κλεοβούλη)

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Κλεόβουλος#Pronunciation στο αγγλικό Βικιλεξικό

  Πηγές επεξεργασία