Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Καταλονία οι Καταλονίες
      γενική της Καταλονίας των Καταλονιών
    αιτιατική την Καταλονία τις Καταλονίες
     κλητική Καταλονία Καταλονίες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

 
Η θέση της Καταλονίας στην Ισπανία
Καταλονία < (άμεσο δάνειο) μεσαιωνική λατινική Catalonia < Catalan (Καταλανός) < πιθανόν κελτικής αρχής. Συγγενείς, η ισπανική Cataluña, η καταλανική Catalunya.[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.ta.loˈni.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κα‐τα‐λο‐νί‐α

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Καταλονία θηλυκό

Άλλες γραφές επεξεργασία

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)