Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Κασάπης οι Κασάπηδες
      γενική του Κασάπη των Κασάπηδων
    αιτιατική τον Κασάπη τους Κασάπηδες
     κλητική Κασάπη Κασάπηδες
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Βαμβακάρης (κλίση: μανάβης)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Κασάπης < από επάγγελμα χασάπης
Συγγενή επώνυμα: αραβικά قصاب (Qaṣṣāb), αγγλικά Kassab, αγγλικά Kasap, Qassab, αλβανικά Kasapi, βουλγαρικά Касап (Kasáp), γαλλικά Kassab, γερμανικά Kasap, ισπανικά Kassab, σερβοκροατικά Kasap (κυριλλ. Касап), τουρκικά Kasap

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κασάπης αρσενικό (θηλυκό Κασάπη)

Συγγενικά επεξεργασία

→ δείτε και τη λέξη χασάπης

Μεταγραφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Κασάπης σελ.68 -  Παναγιώτα Δαλακούρα (2020), Τα επώνυμα της Καβάλας. Γλωσσολογική προσέγγιση. Mεταπτυχιακή διπλωματική εργασία. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. DOI, pdf.