Δείτε επίσης: Καρκάκης, Καρκάρης, Καλκάνης, Καρκώνης

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Καρκάνης οι Καρκάνηδες
      γενική του Καρκάνη των Καρκάνηδων
    αιτιατική τον Καρκάνη τους Καρκάνηδες
     κλητική Καρκάνη Καρκάνηδες
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Βαμβακάρης (κλίση: μανάβης)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Καρκάνης < κάρκανο + -ης < ελληνιστική κοινή κάρκαρον < κάρκαρος (τραχύς)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kaɾˈka.nis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Καρ‐κά‐νης

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Καρκάνης αρσενικό (θηλυκό Καρκάνη)

Μεταγραφές επεξεργασία


  Αναφορές επεξεργασία

  1. κάρκαρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.