Δείτε επίσης: Καράβολα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Καραβόλα οι Καραβόλες
      γενική της Καραβόλας
    αιτιατική την Καραβόλα τις Καραβόλες
     κλητική Καραβόλα Καραβόλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Καραβόλα < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.ɾaˈvo.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κα‐ρα‐βό‐λα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Καραβόλα θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Νίκος Νέζης, Τοπωνυμικά της Αττικής, Αθήνα: Ανάβαση, 2013, σελ. 224