Καμπιώτισσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Καμπιώτισσα < Καμπιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kamˈbʝo.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κα‐μπιώ‐τισ‐σα
Κύριο όνομα επεξεργασία
Καμπιώτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Καμπιώτης
- προσωνυμία της Παναγίας σε μονή στη Σύμη
Συγγενικά επεξεργασία
- καμπιώτικος
- → και δείτε τις λέξεις Καμπιά και Κάμπος
Μεταφράσεις επεξεργασία
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Καμπιώτης
Καμπιώτισσα
|