Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Καλοπήγαδο τα Καλοπήγαδα
      γενική του Καλοπήγαδου των Καλοπήγαδων
    αιτιατική το Καλοπήγαδο τα Καλοπήγαδα
     κλητική Καλοπήγαδο Καλοπήγαδα
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Καλοπήγαδο < καλο- + πηγάδ(ι) + -ο

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.loˈpi.ɣa.ðo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κα‐λο‐πή‐γα‐δο

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Καλοπήγαδο ουδέτερο

Ομώνυμα / Ομόηχα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία