Καλλιτεχνούπολη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Καλλιτεχνούπολη | οι | Καλλιτεχνουπόλεις |
γενική | της | Καλλιτεχνούπολης* | των | Καλλιτεχνουπόλεων |
αιτιατική | την | Καλλιτεχνούπολη | τις | Καλλιτεχνουπόλεις |
κλητική | Καλλιτεχνούπολη | Καλλιτεχνουπόλεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, Καλλιτεχνουπόλεως Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Καλλιτεχνούπολη < καλλιτέχν(ης) + -ούπολη
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.li.teˈxnu.po.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Καλ‐λι‐τε‐χνού‐πο‐λη
Κύριο όνομα επεξεργασία
Καλλιτεχνούπολη θηλυκό
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Καλλιτεχνούπολη