Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα Καλησπεριάνικα
      γενική των Καλησπεριάνικων
    αιτιατική τα Καλησπεριάνικα
     κλητική Καλησπεριάνικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Καλησπεριάνικα < το επώνυμο του πρώτου οικιστή Καλησπέρης[1][2]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.li.speɾˈʝa.ni.ka/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κα‐λη‐σπερ‐ιά‐νι‐κα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Καλησπεριάνικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Εμμανουήλ Π. Καλλίγερος, Κυθηραϊκά τοπωνύμια. Ιστορική γεωγραφία των Κυθήρων, (Αθήνα: Εταιρεία Κυθηραϊκών Μελετών, 2011)
  2. Κωνσταντίνος Άμαντος, Γλωσσικά μελετήματα, (Αθήνα: Αδελφοί Μυρτίδη, 1964), σελ. 55