Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Καλαυρεάτης οἱ Καλαυρεᾶται
      γενική τοῦ Καλαυρεάτου τῶν Καλαυρεατῶν
      δοτική τῷ Καλαυρεάτ τοῖς Καλαυρεάταις
    αιτιατική τὸν Καλαυρεάτην τοὺς Καλαυρεάτᾱς
     κλητική ! Καλαυρεᾶτ Καλαυρεᾶται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Καλαυρεάτ
γεν-δοτ τοῖν  Καλαυρεάταιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό.
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Καλαυρεάτης < Καλαύρεια + -άτης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

Καλαυρεάτης

  Πηγές επεξεργασία