Κακοπέρατο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Κακοπέρατο | τα | Κακοπέρατα |
γενική | του | Κακοπέρατου | των | Κακοπέρατων |
αιτιατική | το | Κακοπέρατο | τα | Κακοπέρατα |
κλητική | Κακοπέρατο | Κακοπέρατα | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.koˈpe.ɾa.to/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κα‐κο‐πέ‐ρα‐το
Κύριο όνομα επεξεργασία
Κακοπέρατο ουδέτερο
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Κακοπέρατο