Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Κίναρος
      γενική της Κινάρου
    αιτιατική την Κίναρο
     κλητική Κίναρε (Κίναρο)
Κατηγορία όπως «διάμετρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Κίναρος < (ελληνιστική κοινήΚίναρος / Κίναρα < κινάρα < αρχαία ελληνική κυνάρα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κίναρος θηλυκό, μόνο στον ενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Κίναρος
      γενική τῆς Κινάρου
      δοτική τῇ Κινάρ
    αιτιατική τὴν Κίναρον
     κλητική ! Κίναρε
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «κάμινος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Κίναρος < (ελληνιστική κοινή) / Κίναρα < κινάρα < αρχαία ελληνική κυνάρα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κίναρος θηλυκό, μόνο στον ενικό

  Πηγές επεξεργασία