Κέρκωψ
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Κέρκωψ | οἱ | Κέρκωπες |
γενική | τοῦ | Κέρκωπος | τῶν | Κερκώπων |
δοτική | τῷ | Κέρκωπῐ | τοῖς | Κέρκωψῐ(ν) |
αιτιατική | τὸν | Κέρκωπᾰ | τοὺς | Κέρκωπᾰς |
κλητική ὦ! | Κέρκωψ | Κέρκωπες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Κέρκωπε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Κερκώποιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'κώνωψ' όπως «κώνωψ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Κέρκωψ < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Κέρκωψ αρσενικό
- (ελληνική μυθολογία) μυθικός ανθρωποπίθηκος όπως οι νάνοι που συνδέονται με τους μύθους του Ηρακλή
- ※ τὴν μὲν οὖν τιμὴν κομισθεῖσαν Εὔρυτος οὐ προσεδέξατο, Ἡρακλῆς δὲ Ὀμφάλῃ δουλεύων τοὺς μὲν περὶ τὴν Ἔφεσον Κέρκωπας συλλαβὼν ἔδησε, Συλέα δὲ ἐν Αὐλίδι τοὺς παριόντας ξένους σκάπτειν ἀναγκάζοντα, σὺν ταῖς ῥίζαις τὰς ἀμπέλους καύσας μετὰ τῆς θυγατρὸς Ξενοδόκης ἀπέκτεινε
- Απολλοδώρου Βιβλιοθήκη, Β 6,3.
- → λείπει η μετάφραση
- ※ τὴν μὲν οὖν τιμὴν κομισθεῖσαν Εὔρυτος οὐ προσεδέξατο, Ἡρακλῆς δὲ Ὀμφάλῃ δουλεύων τοὺς μὲν περὶ τὴν Ἔφεσον Κέρκωπας συλλαβὼν ἔδησε, Συλέα δὲ ἐν Αὐλίδι τοὺς παριόντας ξένους σκάπτειν ἀναγκάζοντα, σὺν ταῖς ῥίζαις τὰς ἀμπέλους καύσας μετὰ τῆς θυγατρὸς Ξενοδόκης ἀπέκτεινε
- (μεταφορικά) άνθρωπος πανούργος και δόλιος
- είδος πιθήκου
- ανδρικό όνομα
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη κέρκος
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Κέρκωψ στη Βικιπαίδεια , αρχαίος Έλληνας ορφικός ποιητής
- Κέρκωψ ο Μιλήσιος στη Βικιπαίδεια , αρχαίος Έλληνας ποιητής του 6ου αι. π.Χ.
- Κέρκωπες στη Βικιπαίδεια , δυο αδέλφια της ελληνικής μυθολογίας, παροιμιώδεις ψεύτες και απατεώνες
Πηγές επεξεργασία
- Κέρκωψ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Κέρκωψ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.