Δείτε επίσης: Κέκρωψ

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Κέρκωψ οἱ Κέρκωπες
      γενική τοῦ Κέρκωπος τῶν Κερκώπων
      δοτική τῷ Κέρκωπ τοῖς Κέρκωψ(ν)
    αιτιατική τὸν Κέρκωπ τοὺς Κέρκωπᾰς
     κλητική ! Κέρκωψ Κέρκωπες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Κέρκωπε
γεν-δοτ τοῖν  Κερκώποιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κώνωψ' όπως «κώνωψ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Ο Ηρακλής μεταφέρει τους δυο Κέρκωπας', κρεμασμένους ανάποδα.

  Ετυμολογία επεξεργασία

Κέρκωψ < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κέρκωψ αρσενικό

  1. (ελληνική μυθολογία) μυθικός ανθρωποπίθηκος όπως οι νάνοι που συνδέονται με τους μύθους του Ηρακλή
    ※  τὴν μὲν οὖν τιμὴν κομισθεῖσαν Εὔρυτος οὐ προσεδέξατο, Ἡρακλῆς δὲ Ὀμφάλῃ δουλεύων τοὺς μὲν περὶ τὴν Ἔφεσον Κέρκωπας συλλαβὼν ἔδησε, Συλέα δὲ ἐν Αὐλίδι τοὺς παριόντας ξένους σκάπτειν ἀναγκάζοντα, σὺν ταῖς ῥίζαις τὰς ἀμπέλους καύσας μετὰ τῆς θυγατρὸς Ξενοδόκης ἀπέκτεινε
    Απολλοδώρου Βιβλιοθήκη, Β 6,3.
    λείπει η μετάφραση
  2. (μεταφορικά) άνθρωπος πανούργος και δόλιος
  3. είδος πιθήκου
  4. ανδρικό όνομα

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία