ΚΟΚ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ΚΟΚ < αρχικά γράμματα για το Κώδικας Οδικής Κυκλοφορίας
Συντομομορφή επεξεργασία
Κ.Ο.Κ. αρσενικό άκλιτο ακρωνύμιο
- το νομοθέτημα που ρυθμίζει την κυκλοφορία οχημάτων, πεζών και ζώων
Δείτε επίσης : κοκ, κ.ο.κ. |
Κ.Ο.Κ. αρσενικό άκλιτο ακρωνύμιο