ΚΕΝ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ΚΕΝ < : Κέντρο Εκπαίδευσης Νεοσυλλέκτων.
Συντομομορφή επεξεργασία
Κ.Ε.Ν. ουδέτερο άκλιτο αρκτικόλεξο
- Το μέρος όπου εκπαιδεύονται οι νεοσύλλεκτοι φαντάροι.
Κ.Ε.Ν. ουδέτερο άκλιτο αρκτικόλεξο