Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Δείτε επίσης: Ἰοκάστη

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ιοκάστη < αρχαία ελληνική Ἰοκάστη < ἴον + κάζω (στολίζω)

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ιοκάστη θηλυκό

  1. γυναικείο όνομα
  2. (αστρονομία) ονομασία ενός από τους δορυφόρους του Δία
  3. (αστρονομία) ονομασία του αστεροειδή 899

  Μεταφράσεις επεξεργασία