Ιοκάστη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Ιοκάστη < αρχαία ελληνική Ἰοκάστη < ἴον + κάζω (στολίζω)
Κύριο όνομα επεξεργασία
Ιοκάστη θηλυκό
- γυναικείο όνομα
- (αστρονομία) ονομασία ενός από τους δορυφόρους του Δία
- (αστρονομία) ονομασία του αστεροειδή 899