Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Ιεράπολη οι Ιεραπόλεις
      γενική της Ιεράπολης* των Ιεραπόλεων
    αιτιατική την Ιεράπολη τις Ιεραπόλεις
     κλητική Ιεράπολη Ιεραπόλεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, Ιεραπόλεως
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ιεράπολη < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.eˈɾa.po.li/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ι‐ε‐ρά‐πο‐λη

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ιεράπολη θηλυκό, μόνο στον ενικό

  1. τρεις αρχαίες ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας
    1. η Ιεράπολη Κιλικίας
    2. η Ιεράπολη Συρίας και
    3. η Ιεράπολη Φρυγίας
  2. συνοικία του Αιγάλεω, στην Αθήνα

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία