Ιεράπολη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Ιεράπολη | οι | Ιεραπόλεις |
γενική | της | Ιεράπολης* | των | Ιεραπόλεων |
αιτιατική | την | Ιεράπολη | τις | Ιεραπόλεις |
κλητική | Ιεράπολη | Ιεραπόλεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, Ιεραπόλεως Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Ιεράπολη < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.eˈɾa.po.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ι‐ε‐ρά‐πο‐λη
Κύριο όνομα επεξεργασία
Ιεράπολη θηλυκό, μόνο στον ενικό
- τρεις αρχαίες ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας
- συνοικία του Αιγάλεω, στην Αθήνα
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Ιεράπολη στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
Ιεράπολη