Ιβοριανή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Ιβοριανή < Ιβοριαν(ός) + -ή
Κύριο όνομα επεξεργασία
Ιβοριανή θηλυκό
- (εθνικό όνομα) θηλυκό του Ιβοριανός
Μεταφράσεις επεξεργασία
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Ιβοριανός