Θεόδωρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Θεόδωρος | οι | Θεόδωροι |
γενική | του | Θεόδωρου & Θεοδώρου |
των | Θεόδωρων & Θεοδώρων |
αιτιατική | τον | Θεόδωρο | τους | Θεόδωρους & Θεοδώρους |
κλητική | Θεόδωρε | Θεόδωροι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Θεόδωρος < αρχαία ελληνική Θεόδωρος
Κύριο όνομα επεξεργασία
Θεόδωρος αρσενικό
Παράγωγα επεξεργασία
- Θεοδώρα
- Θεοδωράκης
- Θοδωρής
- Θόδωρας
- Θόδωρος
- Δώρος
- Νεοελληνικές λέξεις με συνθετικό 'Θεόδωρος' στο Βικιλεξικό
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Θεόδωρος < θεός + δῶρον : "το δώρο του Θεού".[1]
Κύριο όνομα επεξεργασία
Θεόδωρος
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Κωνσταντίνος Ι. Ματζουράνης (1951). "Θ=Ονόματα ανδρών". Το όνομα σου. Τύποις Χ.Συνοδινού. σελ. 70.